Χρήστος Τσουκάλης
- Τι να προσέχουμε εδώ που είμαστε δεν μας βλέπει κανέ-
νας, το καλύβι δεν φαίνεται απ’ τον δρόμο. Άντε κάνε γρή-
γορα.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, κατάλαβε πως του είχανε βγάλει
όλα τα ρούχα και τον είχαν τυλίξει σε μια φλοκάτη, του
είχανε δέσει την πληγή, και με μια πετσέτα βρεγμένη σε
ζεστό νερό του πλένανε τα αίματα.
Η γυναίκα σαν τον είδε να ανοίγει τα μάτια του τον ρώτη-
σε.
- Πως είσαι; Ζεστάθηκες λίγο; Όταν ήρθες, έτσι όπως σε
είδαμε τρομάξαμε, είπαμε με τον άντρα μου πως θα έμενες
στα χέρια μας. - Ναι... ζεστάθηκα λίγο «ψέλλισε»
- Το βόλι είναι μέσα, το πρωί λέμε να σε κατεβάσουμε στον
σταθμό του τρένου, να σε πάμε στο νοσοκομείο να σε για-
τρέψουν. Να δούμε πως θα τα καταφέρουμε! Γιατί οι ρου-
φιάνοι είναι παντού. Θα πρέπει να πάρουμε τα μέτρα μας.
Μα ας ελπίσουμε πως όλα θα πάνε καλά.
Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
Ο σταθμός απείχε κοντά δυο ώρες δρόμο. Έλπιζε πως ο’ τι
κι αν συνέβαινε θα το αντιμετώπιζε. Αν ζητούσε να παρα-
μείνει κι άλλο στο καλύβι υπήρχε πιθανότητα να δημιουρ-
γηθεί καμιά γάγγραινα στην πληγή και να έμενε ανάπηρος,
ίσως, να είχε και μοιραία κατάληξη, δεν έκανε αυτή την
απόπειρα για να καθίσει άπραγος. Ήταν φρόνιμο να ακο-
λουθήσει την συμβουλή των σωτήρων του που είχαν πάρει
απόφαση να ρισκάρουν κι εκείνοι μαζί του.
Είχε πολύ πίστη βασισμένος στο γεγονός αυτό καθ’ αυτό
που η Θεία πρόνοια μέχρι τώρα τον φρόντιζε μέσω αυτών
των ανθρώπων να υπάρχει, δεν ήταν δυνατόν να τον εγκατέ-