Ο Μόνος Επιζών

(Christos) #1
Χρήστος Τσουκάλης

ντας τους πως ο άνθρωπος έπασχε από μεταδιδόμενη αρ-
ρώστια, και ήταν φόβος να τους κολλήσει, οπότε χωρίς
καμιά κουβέντα μετακινήθηκαν στο άλλο βαγόνι.



Άκουσε να ανοίγει η πόρτα μα δεν κουνήθηκε καθόλου.
Καθότανε με τα μάτια του κλειστά και ανάσανε με ήσυχο
ρυθμό να νομίσουν ότι κοιμάται.


Ήταν η δεύτερη του κόρη. Πλησίασε, τον κοίταξε, είδε πως
είχε τα μάτια κλειστά, ανάσαινε ήρεμα, έκανε μεταβολή και
βγήκε, πηγαίνοντας κατευθείαν στην μικρή και της λέει
ανήσυχη.



  • Ο πατέρας κοιμάται...πως έτσι; Δεν με πήρε είδηση.

  • Σήμερα από το πρωί έτσι είναι,... είναι και η μέρα, βλέ-
    πεις.

  • Το ξέρει;

  • Τον ρώτησα το πρωί και μου είπε «ξεχνιέται;»

  • Ααα, το θυμήθηκε; Είναι μεσημέρι, να τον ξυπνήσω να
    φάει;

  • Και δεν τον ξυπνάς, έχω φτιάξει φασολάδα, η μέρα είναι
    κρύα, του αρέσει κιόλας.

  • Τότε να πάω να τον ξυπνήσω.

  • Εντάξει, αν μπορείς βάλτου εσύ να φάει να τελειώσω εγώ
    με μια παραγγελία.


Κατάλαβε ότι δεν μπορούσε άλλο να κάνει πως κοιμάται,
και όταν εκείνη πλησίασε, σήκωσε την κουβέρτα που τον
σκέπαζε, άνοιξε τα μάτια του και τη ρώτησε.



  • Πότε ήρθες; Δεν σε κατάλαβα.

Free download pdf