Χρήστος Τσουκάλης
μου κύκλος κλείνει, δεν πρέπει να έχω παράπονο ο γιαρα-
μπής μου έκανε τη χάρη να φτάσω ως εδώ. Αρκετά ευνοού-
μενος ήμουν από την τύχη μου, να μην είμαι αχάριστος.
Πρέπει να φύγω, τα παλαιά πρέπει να φεύγουν να κάνουν
χώρο στα καινούρια. Όλα με σοφία τα έκανε ο θεός, αυτός
ξέρει γιατί τα έφτιαξε έτσι, εμείς είμαστε μικροί, πολύ μι-
κροί να μπούμε στο μυαλό του και να εξηγήσουμε τα ανε-
ξήγητα.
Ίσως να είναι καλύτερα έτσι, μπορεί εκεί να είναι ωραία,
σάμπως γύρισε κανένας για να μας πει να ξέρουμε. Ας εί-
μαι έτοιμος εγώ να τα αφήσω όλα πίσω όπως γίνεται από
την αρχή του κόσμου.
Την σκιά του αναπόφευκτου τέλους την έβλεπε να πλησιά-
ζει μα δεν πτοούνταν. Στις συζητήσεις που έκανε πάντα
έλεγε: τι είναι ο θάνατος; ένα ύπνος που δεν ξανά ξυπνάς, η
ψυχή είναι αθάνατη, και πάει στον τόπο απ’ όπου ήρθε να
συναντηθεί με τις άλλες.
Οι άνθρωποι μόνο το σώμα σκέπτονται, για αυτό κλαίνε,
για αυτό πενθούν, αυτό τους λείπει, αυτό είναι ορατό, γιατί
μ’ αυτό βλέπουν, μ’ αυτό αισθάνονται, τα μάτια της ψυχής
τα έχουν κλειστά. Δεν μπορούν να δούνε την ψυχή, που
όσες κακουχίες κι αν συναντήσει το σώμα, αυτή αντέχει και
το καθοδηγεί, ώσπου αυτή αποφασίσει να το αποχωριστεί.
Δεν καταλαβαίνουνε, ότι το μόνο κοινό που έχουν είναι η
γέννηση και ο θάνατος, και όπως έχει πει και ο απόστολος
Παύλος «Η γέννηση είναι η αρχή του θανάτου» γιατί λοιπόν
να κλαίμε; γιατί να ανησυχούμε; Αφού εκεί είναι ο τόπος
της αιωνιότητας, εδώ είμαστε προσωρινοί Δισεκατομμύρια
δισεκατομμυρίων ανθρώπων έχουν περάσει απ’ αυτή τη γη.
Κανείς δεν έχει μείνει εδώ.
«Αχ να μπορούσα να είχα το ίδιο μυαλό από τα νιάτα
μου... μα δεν είναι εφικτό, αγάλια-αγάλια ωριμάζει κι αυτό