Χρήστος Τσουκάλης
εκμεταλλευτούν την μικρή τους ηλικία και την απειρία που
είχαν ως μικρά παιδιά.
Ήρθαν στο νου του τα καλοκαίρια που μετά το θερισμό
τρέχανε στις καλαμιές να μαζέψουν στάχια από σιτάρι που
έπεφταν κατά την συγκομιδή των δεματιών. Μετά το αλέθα-
νε και φτιάχνανε ψωμί. Ακόμη και στάχια από κριθάρι και
βρώμη για να ταΐζουν δυο γίδες που τις διατηρούσαν για το
γάλα να μπορούν να επιζήσουν.
Στο σημείο αυτό δάκρυα καυτά κύλησαν από τα μάτια
του, μα παράλληλα μέσα του πρόβαλε ένα πείσμα για ζωή.
Όχι δεν θα παραδοθώ θα πολεμήσω και με τη βοήθεια του
Θεού θα νικήσω...
Πόσο είχε κοιμηθεί δεν ήξερε, από το παράθυρο έβλεπε
ακόμη σκοτάδι, ούτε τα κοκόρια δεν είχαν ακόμη λαλήσει.
«Θα’ ναι πολύ νωρίς ακόμα σκέφτηκε, ας προσπαθήσω να
με πιάσει λίγο ο ύπνος.»
Φαίνεται πως τον είχε πάρει καλά ο ύπνος, έβλεπε κάποιο
όνειρο κακό, γιατί μόλις άκουσε κάποιο θόρυβο, τινάχτηκε
λέγοντας Γερμανοί-Γερμανοί, μα κατάλαβε αμέσως ότι ήταν
εφιάλτης, και ησύχασε.
«Θυμήθηκε πως τέτοιους εφιάλτες έβλεπε για πολλά χρό-
νια αργότερα»
Ήταν δύσκολο να σβήσει από την μνήμη του αυτές τις ει-
κόνες που σημάδεψαν και σημάδευαν τη ζωή του. Τα αι-
μόφυρτα πτώματα που ήταν από κάτω και από πάνω του, το
ζεστό αίμα με την μυρουδιά του που αργότερα πάγωνε στο
σώμα του ακόμη και στο πρόσωπο του, η τερατώδης ενέρ-
γεια τον αδίσταχτων φονιάδων που αφαιρούσαν ανθρώπινες
ζωές χωρίς οίκτο.
Έβλεπε την ανθρώπινη θηριωδία σε όλη της το μεγαλείο
να ξεσπά επάνω σε ανυπεράσπιστες και άοπλες ψυχές που