Ο Μόνος Επιζών
∞
Μόλις έκλεισε τα μάτια, ξανά πλημμύρισε ο νους του με
έναν συρφετό από θύμησες εκείνων των ημερών. Άκουσε
την φωνή του Στεργιαννίδη που έμπαινε στην αυλή, έδεσε
τα μουλάρια του και προχώρησε μέσα.
- Τι κάνεις όρε θηρίο; ο Άγιος Μόδεστος σε γλύτωσε απ’
αυτά τα σκυλιά, αφού τη γλύτωσες από σίγουρο θάνατο
τώρα μη φοβάσαι τίποτε, μόνο το Θεό. «Πήρε ένα σκαμνί
και κάθισε κοντά του» - Όπως τα είπες... φαίνεται ο γιαραμπής... με θέλει ζωντα-
νό. Θα έχει πολλά να μου φορτώσει, γι’ αυτό... με δοκιμάζει
να δει αν αντέχω. - Για πες μου πως έγινε; Πως τα κατάφερες;
- Δεν μπορώ τώρα... πονάω και που μιλάω, θα τα πούμε
άλλη φορά... αν θέλει ο θεός. Τώρα για άλλο σε θέλω, γι’
αυτό σε κάλεσα. «Κάνοντας έναν μορφασμό πόνου» - Σ’ ακούω.
Πήρε κα να δυο βαθιές εισπνοές να καλμάρει τον πόνο
και του είπε. - Θέλω να μου κάνεις τη χάρη, να πας να μου βρεις τα
μουλάρια και να τα φέρεις, ξέρεις, χωρίς τα ζώα πως θα
δουλέψω να ζήσω τη φαμίλια; σε λίγο καιρό θα αυγατίσου-
με πρώτα ο Θεός. - Και το συζητάς! θα πάω μαζί με τους άλλους που ‘χασαν
τους δικούς τους. Αύριο φεύγω χαράματα κι άμα τα βρω,
πιστεύω ως αργά το βράδυ να μα τ’ άρθω. - Εσύ τα μουλάρια μου τα ξέρεις, κι αφού θα είστε όλοι
μαζί ελπίζω να τα βρείτε, θα βοηθά ο ένας τον άλλον.