Ο Μόνος Επιζών

(Christos) #1
Ο Μόνος Επιζών


Μόλις έκλεισε τα μάτια, ξανά πλημμύρισε ο νους του με
έναν συρφετό από θύμησες εκείνων των ημερών. Άκουσε
την φωνή του Στεργιαννίδη που έμπαινε στην αυλή, έδεσε
τα μουλάρια του και προχώρησε μέσα.



  • Τι κάνεις όρε θηρίο; ο Άγιος Μόδεστος σε γλύτωσε απ’
    αυτά τα σκυλιά, αφού τη γλύτωσες από σίγουρο θάνατο
    τώρα μη φοβάσαι τίποτε, μόνο το Θεό. «Πήρε ένα σκαμνί
    και κάθισε κοντά του»

  • Όπως τα είπες... φαίνεται ο γιαραμπής... με θέλει ζωντα-
    νό. Θα έχει πολλά να μου φορτώσει, γι’ αυτό... με δοκιμάζει
    να δει αν αντέχω.

  • Για πες μου πως έγινε; Πως τα κατάφερες;

  • Δεν μπορώ τώρα... πονάω και που μιλάω, θα τα πούμε
    άλλη φορά... αν θέλει ο θεός. Τώρα για άλλο σε θέλω, γι’
    αυτό σε κάλεσα. «Κάνοντας έναν μορφασμό πόνου»

  • Σ’ ακούω.
    Πήρε κα να δυο βαθιές εισπνοές να καλμάρει τον πόνο
    και του είπε.

  • Θέλω να μου κάνεις τη χάρη, να πας να μου βρεις τα
    μουλάρια και να τα φέρεις, ξέρεις, χωρίς τα ζώα πως θα
    δουλέψω να ζήσω τη φαμίλια; σε λίγο καιρό θα αυγατίσου-
    με πρώτα ο Θεός.

  • Και το συζητάς! θα πάω μαζί με τους άλλους που ‘χασαν
    τους δικούς τους. Αύριο φεύγω χαράματα κι άμα τα βρω,
    πιστεύω ως αργά το βράδυ να μα τ’ άρθω.

  • Εσύ τα μουλάρια μου τα ξέρεις, κι αφού θα είστε όλοι
    μαζί ελπίζω να τα βρείτε, θα βοηθά ο ένας τον άλλον.

Free download pdf