Χρήστος Τσουκάλης
Ένα μούδιασμα συνοδευόμενο με έντονο πόνο τον επανά-
φερε στην πραγματικότητα. Ένιωσε μια δυσκαμψία στο
σώμα του. Για ελάχιστες στιγμές είχε παραλύσει. Φοβήθηκε
μήπως δεν μπορέσει να ζήσει λίγο ακόμη, να περάσει για
τελευταία φορά μέσα στην δίνη των γεγονότων που οι ανα-
μνήσεις κατέκλυζαν όλο το νοητικό του σώμα. Με δυσκολία
προσπαθούσε να αλλάξει πλευρό και όταν τα κατάφερε
μισάνοιξε τα μάτια του. Ξαφνιάστηκε σαν είδε την δεύτερη
κόρη του να κάθεται απέναντι του σε μια πολυθρόνα να τον
παρατηρεί.
Τα ξανάκλεισε. Από πότε στεκόταν εκεί δεν το είχε πάρει
χαμπάρι. Μα.. και ..για κανέναν λόγο δεν είχε σκοπό να
αφήσει το ταξίδι που έκανε για τελευταία φορά μέσα από το
πυκνό δάσος των αναμνήσεων που για στερνή φορά θα το
περνούσε. Το είχε καταλάβει πως εκείνη επιδίωκε διακριτι-
κά να περνά κοντά του όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε,
μα για κείνον ήταν πλέον ανώφελο
Σκέπασε το κεφάλι να μπορεί να συγκεντρωθεί νοητικά
και διαπίστωσε πως ο πόνος που είχε εμφανιστεί με το
μούδιασμα είχε καταλαγιάσει μα εκείνο το ένιωθε να προ-
χωρά αργά αργά σε όλο το κορμί σα να του είχανε δώσει
κάποιο αναισθητικό μετά από λίγο κατάφερε να βάλει τις
σκέψεις του σε σειρά από εκεί που είχε σταματήσει.
Σηκώθηκε από την πεζούλα που στεκότανε και με βαριά
συρτά βήματα πήγε στο σημείο της εκτέλεσης, γονάτισε,
έκλεισε με τις παλάμες τα χέρια του και έκλαιγε βουβά.
Όλο το κορμί του άρχισε να τραντάζεται, σαν να το διαπερ-
νούσε ηλεκτρικό ρεύμα, οι εικόνες από τις εκτελέσεις αθώ-
ων ανθρώπων του φλόγιζαν τα μάτια.
Το νερό που κυλούσε μέσα στο ρέμα είχε βαφτεί κόκκινο
από το αίμα τόσων αθώων ανθρώπων που εκτελέστηκαν
άδικα. Είδε τον εαυτό του να προσπαθεί να απαλλαγεί από