Ο Μόνος Επιζών
την αγωνία για τον πατέρα της, δεν ήθελε να πιστέψει ότι
λιγόστευε ο χρόνος που θα τον είχαν ακόμη μαζί τους, η
αντίστροφη μέτρηση μάλλον είχε αρχίσει, και ένα δάκρυ
κύλισε από τα μάτια της.
Φώναξε τη «μικρή» με πρόσχημα να πάρει τα πιάτα «δεν
ήθελε να απομακρυνθεί ως που ο πατέρας της να βγει από
το μπάνιο» κι όταν εκείνη πλησίασε της λέει χαμηλόφωνα.
- Ο μπαμπάς δεν είναι καλά, έχει πέσει πολύ από προχθές
που ήμουν πάλι εδώ, έφαγε πολύ λίγο, με δυσκολία κάνει
όλες τις κινήσεις. - Ναι, το έχω διαπιστώσει και εγώ, την ίδια διαπίστωση έχει
κάνει και η δεύτερη με τον άντρα της χθες το απόγευμα γι’
αυτό πρέπει να το πούμε και στους άλλους. - Καλά λες, μα άστο, αυτό θα το αναλάβω εγώ, θα τους πω
να είναι προετοιμασμένοι, θα τηλεφωνήσω και στον «μικρό.» - Αχ βρε αδερφούλα μου, ναι, ενημέρωσε εσύ, γιατί εγώ
είμαι πνιγμένη από δουλειές, πρέπει να ολοκληρώσουμε
κάποιες παραγγελίες και είμαι λίγο σαλταρισμένη. - Καλά, καλά, και τα πιάτα που μάζεψα θα τα πλύνω εγώ,
θα τον τακτοποιήσω στο κρεβάτι του και μετά θα φύγω. - Εντάξει, σ’ ευχαριστώ πολύ.
- Μη με ευχαριστείς, κ’ εγώ πατέρα τον έχω μόνο που είμαι
μακριά και με τρων τα δρομολόγια. - Δεν έχω παράπονο η δεύτερη είναι κάθε μέρα σχεδόν εδώ
με τον άντρα της και με βοηθά στην φροντίδα, είναι μεγάλη
ανακούφιση για μένα.
Ο λεβεντόγερος, άνοιξε την πόρτα του μπάνιου, σέρνοντας
αργά τις παντόφλες του πλησίασε και ανακάθισε στο κρεβά-
τι. Η τρίτη του κόρη έσπευσε γρήγορα, τον βοήθησε να ξανά
σταθεί όρθιος, μετακίνησε τα σκεπάσματα, του τακτοποίησε