Χρήστος Τσουκάλης
το μαξιλάρι και του «λέει» έτοιμος έλα να σου βγάλω το
πανωφόρι να ξαπλώσεις.
- Όχι, άστο, θα ξαπλώσω μ’ αυτό γιατί νιώθω λίγο το κρύο,
έτσι θα είμαι πιο ζεστά. - Αν κρυώνεις να πω την «μικρή» να αυξήσει την θέρμανση
των καλοριφέρ. - Δεν χρειάζεται, αυτοί μετά θα σκάσουν, η θερμοκρασία
είναι καλή, απλά είναι φυσικό να αισθάνομαι το κρύο αφού
δεν κινούμαι. - Καλά, όπως νομίζεις, «τον βοήθησε να ξαπλώσει, και τον
σκέπασε προσεκτικά» - Εντάξει είμαι, «της λέει» ευχαριστώ, «πήγαινε τώρα να τα-
κτοποιήσεις την φαμίλια σου.»
Εκείνη πλησίασε το κρεβάτι, έσκυψε τον φίλησε στο μά-
γουλο, του χάιδεψε λίγο τα μαλλιά, τράβηξε το σκέπασμα
στην πλάτη, και του είπε, «άντε κοιμήσου ο ύπνος θα σε
ξεκουράσει»
- Αν και.. δεν νυστάζω... μα θα προσπαθήσω να τον πάρω
λίγο,.. πήγαινε να προλάβεις - Καλό απόγευμα, «του είπε πηγαίνοντας προς την πόρτα»
κατά το βραδάκι θα τηλεφωνήσω να μάθω πως θα είσαι.
«και βγήκε.» - Μην σκας, ακόμα δεν ήρθε η ώρα να σας αφήσω, «είπε
χαμηλόφωνα»