∞
Το απόγευμα κύλισε ομαλά, είχε επισκέψεις. Η δεύτερη
με τον άντρα της, η πρώτη με την μικρή της κόρη, ο μεγά-
λος του γιος μετά τη δουλειά, και αργά το βράδυ, ο εγγο-
νός, «ο μεγάλος γιος της μικρής» όπου πάντα λέγανε τα
χωρατά τους.
Τελευταία, πιο αργά, πέρασε η μικρή με τον άντρα της,
μιλήσανε λίγο και του ξανά θυμίσανε πως αν ήθελε να ση-
κωθεί την νύχτα, να πατήσει το κουμπί που είχε δίπλα στο
κρεβάτι του. Κάποιος που θα άκουγε το κουδούνι που εί-
χαν βάλει στο υπνοδωμάτιο τους, θα ερχότανε να τον βοη-
θήσει. «Και τον καληνύχτισαν.»
Όλη τη νύχτα κοιμήθηκε βαριά, είχε πέσει σε βαθύ λήθαρ-
γο, ήταν πολύ πρωί όταν η κόρη του άνοιξε την πόρτα και
άναψε το φως. Ήταν ξυπνητός από νωρίτερα, μα καθόταν
στο κρεβάτι, δεν αποφάσιζε να σηκωθεί μόνος του, ένιωθε
λίγο πιο αδύναμα από την προηγούμενη γι’ αυτό μόλις την
είδε, «και αφού την καλημέρισε» της ζήτησε να τον βοηθή-
σει να σηκωθεί.
Εκείνη τον συνόδευσε ως το μπάνιο, τον ρώτησε αν μπο-
ρούσε να συνεχίσει μόνος, και αφού πήρε καταφατική α-
πάντηση γύρισε να τακτοποιήσει λίγο το χώρο.
Ο γέροντας αργούσε και η μικρή τον ρώτησε.
- Μπαμπά, μήπως θέλεις βοήθεια;
- Όχι, κάνε τη δουλειά σου, θα πλυθώ κιόλας λίγο και θα
βγω. - Εντάξει, φεύγω, σε δυο λεπτά θα είμαι πάλι εδώ.
∞
Ο γέροντας με σερνάμενα τα πόδια, βγήκε πήγε στην πο-
λυθρόνα του και κάθισε. Ένα περίεργο συναίσθημα του