Ο Μόνος Επιζών

(Christos) #1
Χρήστος Τσουκάλης

φυτέψει. Εκτός από τη λεμονιά ήταν δυο ελιές μια πορτο-
καλιά με ζουμερά πορτοκάλια και μια κληματαριά.


Πως είναι η φύση!! Σκέφτηκε. Η κληματαριά ήταν τελείως
γυμνή χωρίς φύλλωμα. Κάθε χειμώνα το ρίχνει, και την
άνοιξη απλώνει τα κλώνια της προς κάθε κατεύθυνση. Τότε
εκείνος, με αγάπη και κατάλληλα εργαλεία, την κλάδευε,
την θειάφιζε, την φρόντιζε κι εκείνη κάθε χρόνο ήταν πάντα
φορτωμένη με ωραία χοντρά σταφύλια.


Μόλις ωρίμαζαν, έκοβε και τα μοίραζε στα παιδιά, στα εγ-
γόνια, σε όλους. Του άρεσε να κοιτάζει τα μικρά με πόση
βουλιμία τα τρώγανε, ενώ εκείνος απολάμβανε τη θέα να τα
βλέπει, και ένιωθε μεγάλη ικανοποίηση με την χαρά των
παιδιών που στο τέλος τρέχανε να τον αγκαλιάσουν και να
τον φιλούν.


Μετά πήγε προς την άλλη πλευρά όπου ένα άλλο ημερο-
λόγιο με στιχάκια, έδειχνε δέκα έξι Δεκεμβρίου, «ήταν η
χθεσινή ημερομηνία,» σκέφτηκε, ξεκόλλησε το φύλλο, κι
αυτό που έμεινε έγραφε «δέκα επτά Δεκεμβρίου» έβαλε τα
γυαλιά του και διάβασε στο πίσω μέρος:


‘’Πουλί που ξέρει στη ζωή ν’ αντέχει όλον τον πόνο. Στα ύψη φτάνει και
πετά με μια φτερούγα μόνο’’

Για δευτερόλεπτα άρχισε η μνήμη του σαν κινηματογρα-
φική μηχανή να προβάλει ολόκληρη ζωή, μια ζωή γεμάτη
δράση, ένας διαρκής αγώνας για επιβίωση, κάπου, κάπου
μεσολαβούσε κάποια ανάπαυλα χαράς, και ξανά αγώνας.


Κοίταξε προς το ημερολόγιο και ψιθύρισε. «δέκα επτά Δε-
κεμβρίου... αύριο δέκα οκτώ» κούνησε το κεφάλι με ένα
σωρό θύμησες. Προχώρησε προς την πολυθρόνα, κάθισε με
αργή κίνηση, κρατούσε ακόμη στα χέρια του το χαρτί του
ημερολογίου, ξανά έβαλε τα γυαλιά και έμεινε για λίγο να
το κοιτάζει, ύστερα το διάβασε πάλι, και πάλι, και πάλι..
προσπαθώντας να τακτοποιήσει τις σκέψεις του.

Free download pdf