Χρήστος Τσουκάλης
Τον καφετζή τον διέταξαν να σερβίρει ζεστά ροφήματα όλη
τη νύχτα, ενώ οι όμηροι ξεροστάλιαζαν από την κούραση
την πείνα και το κρύο. Κάποια ανήλικα παιδιά που ήταν με
τους γονείς τους είχαν γαντζωθεί επάνω τους και κλαίγανε
βουβά.
Είχαν την αίσθηση πως ήταν εγκλωβισμένοι σαν ψάρια σε
ένα αόρατο δίχτυ με αδιαπέραστα βρόχια, που δεν άφηνε
κανένα περιθώριο για σκέψη διαφυγής.
Μοιάζανε σαν υπνωτισμένοι από την νάρκη του φόβου και
την σκιά του θανάτου που απλωνόταν σαν πυκνή ομίχλη,
εμποδίζοντας να δουν την παραμικρή αχτίδα φωτός για
όποια ελάχιστη ελπίδα ζωής.
Από το σημείο που ήταν μπορούσε να παρατηρεί όλους
τους συγκρατούμενούς του. Η εικόνα που παρουσίαζαν
ήταν άκρος απελπιστική.
Ορισμένων τα βλέμματα τους ήταν τελείως ξεθωριασμένα
απέχοντας ελάχιστα από το σημείο της τρέλας. Κάποιοι
είχαν σκύψει τα κεφάλια στηρίζοντάς τα στα δυο χέρια
κλαίγοντας ασταμάτητα, ενώ εκείνοι που είχαν και τα μικρά
παιδιά τους έκαναν ό,τι μπορούσαν να κρατάνε την ψυ-
χραιμία τους ενθαρρύνοντάς τα για να μην κλαίνε.
Μερικοί είχαν μια έκφραση ελπιδοφόρα προσπαθώντας να
πείσουν τους διπλανούς τους, μα περισσότερο τον εαυτό
τους πως το πρωί θα τους άφηναν ελεύθερους αφού ερευ-
νούσαν τα σπίτια και δεν θα εύρισκαν όπλα
Ήταν κ’ εκείνοι που γονατιστοί προσεύχονταν σταυροκο-
πούμενοι, διατηρούσαν άσβεστη την ελπίδα πως ο Θεός δεν
θα άφηνε να σκοτωθούν τόσοι άνθρωποι άδικα. Τους ήταν
αδιανόητο πως θα εκτελούσαν άοπλους μα και παιδιά α-
μούστακα.