Ο Μόνος Επιζών
Οι πληροφορίες που ερχόταν από τους αντιστασιακούς
λένε πως είναι λίγα τα ψωμιά τους. Μας δίνουν ελπίδα, μα
θα μπορέσουμε ποτέ να τους εκδικηθούμε;
Δεν μπορούσε να θυμηθεί πόση ώρα είχε περάσει από την
ώρα που η χαροκαμένη γυναίκα έφυγε, πρέπει να τον ξανά
πήρε ο ύπνος γιατί όταν άνοιξε τα μάτια του είχε ξημερώσει
για τα καλά. Η αδερφή του μπαινόβγαινε αθόρυβα είχε
ταΐσει τις κότες, τις κατσίκες, και τώρα σε ένα μπακράτσι
έβραζε το γάλα που πριν λίγο άρμεξε.
Μόλις τον είδε να έχει ξυπνήσει τον πλησιάζει και του λέει
να ετοιμαστεί να του αλλάξει τον επίδεσμο, είχε ετοιμάσει
βάμμα με καθαρά πανιά γάζες και ζεστό νερό. Μαζί και ένα
κατάπλασμα που ήταν γνωστό στις γυναίκες του χωριού,
μαλάκωνε τον πόνο και σταματούσε την αιμορραγία αποτε-
λεσματικά.
Εκείνη την στιγμή να’ σου και η Μαρία, αφού καλημέρισε
τους λέει, «έφερα και λίγο κατσαμάκι να φάτε, είναι ακόμα
ζεστό»
- Ήρθες στην ώρα, πάνω που ήθελα να του αλλάξω την
πληγή, «είπε η αδερφή του», άντε να με βοηθήσεις.
Ξανά μια δυνατή ριπή αέρα τον έφερε στη πραγματικότη-
τα, άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε προς το παράθυρο, ακόμη
ήταν σκοτεινά, τα ξανά έκλεισε, σε λίγο όμως ένιωσε τα
βλέφαρα του βαριά και τον πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησε στο άκουσμα της πόρτας να ανοίγει. Ήταν η κό-
ρη του, είχε ξυπνήσει χαράματα όπως έκανε πάντα. Τον
πλησίασε αθόρυβα να δει αν είχε ξυπνήσει.
- Καλημέρα μπαμπά είπε σιγανά.
Τότε άνοιξε τα μάτια του και της ψέλλισε, “καλημέρα. - Πως είσαι; Κοιμήθηκες καλά;
- Ναι, μα καταλαβαίνω λιγάκι αδύναμος.