Ο Μόνος Επιζών

(Christos) #1
Χρήστος Τσουκάλης

Μετά από λίγο άρχισαν τα κοκόρια από το κοτέτσι τους,
αλλά και της γειτονιάς, να κακαρίζουν το ένα κοντά στο
άλλο, ήταν ώρα να ξυπνήσει ο κόσμος, να φροντίσουν τις
δουλειές του σπιτιού που δεν τελειώνανε ποτέ, όλοι στο
χωριό είχαν ζωντανά, και είχαν ανάγκη την φροντίδα τους.
Πρωί, μεσημέρι, βράδυ.


Το φάρμακο μάλλον δεν είχε δράσει, ο πόνος ήταν αβά-
σταχτος μα έκανε υπομονή δαγκώνοντας τα χείλη του κά-
νοντας προσπάθεια να βολευτεί λίγο πιο άνετα μήπως χα-
λάρωνε ώσπου να ενεργούσε το παυσίπονο.


Άκουσε την αδερφή του να κουβεντιάζει με κάποιον και
έστησε αυτί να καταλάβει ποιος να ήταν. Αμέσως γνώρισε
από την ομιλία τη γυναίκα ενός από τους χωριανούς του
που ήταν μαζί πατέρας με γιό.


Εκείνη προσπαθούσε να της πει, και να την πείσει πως
είναι άσκημα τραυματισμένος, αδυνατούσε να μιλάει, ενώ
στον ύπνο του έβλεπε εφιάλτες. Καλό θα ήταν να μην τον
ενοχλήσουν, όταν γίνει καλά ίσως μπορέσει να τους πει την
περιπέτεια τους.


Η γυναίκα φεύγοντας, έλεγε στην αδερφή του πως θα δια-
βάζανε τρισάγιο για τους νεκρούς όλες οι οικογένειες μαζί,
που είχαν χάσει τα αγαπημένα τους πρόσωπα σ’ αυτή την
καταραμένη εκτέλεση, «χωρίς να σταματάει το κλάμα»


Τότε άρχισε κι αυτός να κλαίει για όσα έζησε από εκείνη
την ώρα, χωρίς να μπορεί να κρατηθεί. Άραγε θα μπορούσε
ποτέ να συνέλθει; θα κατάφερνε να διώξει αυτόν τον εφιάλ-
τη; Θα σταματούσαν ποτέ αυτά τα όνειρα να τον ξυπνάν τη
νύχτα; Θα κρατούσε πολύ ακόμη αυτή η αγωνία της κατο-
χής από αυτούς τους Ούννους, που δεν έχουν ίχνος αν-
θρωπιάς;

Free download pdf