Ο Μόνος Επιζών
Ο γέροντας καθισμένος στην πολυθρόνα του, περίμενε την
κόρη του να του σερβίρει πρωινό, δεν τον απασχολούσε
καθόλου αν θα έτρωγε. Εδώ και λίγο καιρό η όρεξή του είχε
ελαττωθεί αρκετά, οι δυνάμεις του όλο και κάθε μέρα τον
εγκατέλειπαν, ένιωθε πως θα έπρεπε να ετοιμαστεί για τον
«Άγιο Πέτρο» όπως συνήθιζε να λέει. Δεν φοβότανε τον θά-
νατο, τον είχε αντιμετωπίσει αρκετές φορές πάνω στα βουνά
της Πίνδου στον Αλβανικό πόλεμο.
Έβλεπε δίπλα τους συμπολεμιστές του να σωριάζονται άλ-
λοι τραυματισμένοι, άλλοι αποδεκατισμένοι από τα βλήμα-
τα του εχθρού, και όσοι είχαν την τύχη να είναι ακόμη
ζωντανοί, σηκώνονταν όρθιοι και ορμούσαν προς τα μπρος
αλαλάζοντας «αέρα» αψηφώντας κάθε τι που ήταν συνυφα-
σμένο με τον φόβο. Περισσότερο τους ένοιαζε να διώξουν
όσο πιο μακριά μπορούσαν τους «μακαρονάδες,» να τους
ρίχνανε στη θάλασσα να ησυχάζανε μια για πάντα.
Είχε συμφιλιωθεί μαζί του και το έβλεπε πολύ φυσικό,
από την στιγμή που ο άνθρωπος γεννιέται, ο χάρος τον
ακολουθεί, και όταν αυτός κρίνει πως πρέπει να τον πάει
στον άλλο κόσμο, δεν τον σταματά τίποτε. «Μπαπ» τον ρί-
χνει κάτω, του παίρνει την ψυχή, παρατά το σώμα όπου να
ναι και δεν του καίγεται καρφί τι θα απογίνει, αυτόν, η
ψυχή τον ενδιαφέρει, αυτή η άυλη, αυτή που κάνει τους
ανθρώπους να τον αψηφούν, και κάνουν πράγματα, που
αυτός ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος τι θα έκανε αν δεν ήξερε
πως είναι αθάνατος.
Ξέρει καλά ότι το σώμα πρέπει να παραμείνει στη γη, α-
φού είναι δικό της. Τώρα αν οι ζώντες τον θάψουν, τον κά-
ψουν, τον αφήσουν να τον φάνε τα όρνια και τα άγρια θη-