Χρήστος Τσουκάλης
ση για όποια από τα παιδιά του θα θέλανε να κάνουν
σπουδές.
Του ήρθε η σκέψη να πάει προς το κρεβάτι και να ξαπλώ-
σει, μα αφού θα είχε επίσκεψη έπρεπε να τον βρει στην
πολυθρόνα καθιστό και όχι ξάπλα, δεν ήθελε να νιώθουν τα
παιδιά του ότι τα κουράγια του λιγόστευαν, άσχετα με το τι
διαισθάνονταν εκείνα, αυτός έπρεπε να δίνει την εντύπωση
πως ακόμη κρατούσε, ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν έπρεπε
να συναντήσει τον χάροντα όρθιος, και να του πει «χάρε...
αυτή τη φορά είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω, δεν έχω
σκοπό να σου αντισταθώ, άλλωστε δεν έχω τίποτε άλλο να
προσφέρω σ’ αυτή την ζωή».
Ό,τι ήταν να κάνει και να προσφέρει, πίστευε πως το είχε
καταφέρει στο ακέραιο το καθήκον του, έξι παιδιά δεν ήταν
λίγα, «τέσσερα κορίτσια και δυο αγόρια» πάντα φρόντιζε να
έχουν ό,τι έπρεπε για να ζήσουν και να πάρουν τα κατάλ-
ληλα εφόδια που ήταν απαραίτητα, και μια σχέση μαζί
τους, όχι μόνο πατρική μα και φιλική.
Τη στιγμή εκείνη ένιωσε ευλογημένος, μια αίσθηση ευτυ-
χίας κυρίευσε όλο το κορμί του όταν σκέφτηκε ότι, από τα
παιδιά του, ακολούθησαν, δεκαπέντε εγγόνια και έξι δισέγ-
γονα όπου χαίρουν άκρας υγείας, ούτε ποτέ κρύβουν την
αγάπη τους και τον σεβασμό για εκείνον.
Παιδιά με ήθος, κάποια με την ανάλογη ηλικία, είχαν α-
ποκτήσει πτυχία ανώτατης εκπαίδευσης, και καμάρωνε
διπλά. Μα και τα μικρότερα έδειχναν να έχουν την τάση για
μάθηση.
Θυμήθηκε όταν έγινε για πρώτη φορά πατέρας στην πρώ-
τη του κόρη, δεν πίστευε στα μάτια του, αυτό το μικρό που
πήρε για πρώτη φορά στην αγκαλιά του ήταν καρπός της
συνένωσης με τη γυναίκα που αγάπησε και τον αγάπησε,
την λάτρευε ως την τελευταία στιγμή της ζωής της.