Ο Μόνος Επιζών
Το κρεββάτι, μια ντουλάπα, δυο καρέκλες και ένα μικρό
τραπέζι για να τρώει. Το είχαν προσθέσει από τότε που η
μετακίνηση προς την τραπεζαρία είχε γίνει δύσκολη υπόθε-
ση μα και οι ώρες του φαγητού δεν συμπίπταν πλέον.
Στη μέση του απέναντι τοίχου μια μικρή ραφιέρα με λίγα
βιβλία, την πλαισιώνανε κι απ’ τις δυο πλευρές διάφορες
φωτογραφίες, ενώ επάνω στο κέντρο ήταν η κορνίζα με την
φωτογραφία της γυναίκας του. Δίπλα στο παράθυρο έστεκε
κρεμασμένο ένα ημερολόγιο τοίχου διαφημιστικό από κεί-
να που στο πίσω μέρος κάθε φύλλου υπήρχαν και στιχάκια
γραμμένα.
Η κόρη του φάνηκε στην πόρτα, και πήγε προς το τραπέζι,
είδε πως δεν είχε φάει όλη την τριψάνα, και τον ρώτησε.
«γιατί μπαμπά δεν το έφαγες όλο το πρωινό σου; Δεν σου
άρεσε;»
- Χόρτασα, δεν ήταν και λίγο, έφαγα και ένα κουλουράκι,
είμαι πλήρης. - Άλλες φορές έτρωγες περισσότερο, τώρα τι άλλαξε;
- Έ .. σε λίγο δεν θα έχω ανάγκη να τρώω καθόλου.
- Έλα, μη λες τέτοια και μας στενοχωρείς.
- Καλά, καλά είπε, «και σηκώθηκε όρθιος να ξανά κάνει
μια γύρα ακόμη»
Εκείνη μάζεψε τα πράγματα, πήρε το δίσκο και φεύγοντας
τον ρώτησε: «μήπως θέλεις να σου φτιάξω καφέ αργότερα;»
- Μπα, δεν θέλω, αν το επιθυμήσω κάποια στιγμή θα σου
φωνάξω. - Εν τάξει όπως νομίζεις, «και έφυγε»
Ξανά πήγε προς το παράθυρο, ήταν ο μόνος τρόπος επι-
κοινωνίας με τον έξω κόσμο. Στάθηκε λίγες στιγμές εκεί.
Παρατηρούσε τα δέντρα που αυτός με τα χέρια του είχε