Ο Μόνος Επιζών
αντίστοιχο με άνοα όντα, και το έβλεπε κανείς πως μετά
από λίγο τους οδηγούσαν μπουλούκια-μπουλούκια οδηγώ-
ντας τους προς το χωριό. Βάδιζαν αργά σβαρνίζοντας τα
πόδια τους μα οι Γερμαναράδες τους σπρώχνανε με τα
όπλα και χτυπώντας τους με κλωτσιές, ακόμη και τα ανή-
λικα παιδιά που συμμετείχαν κ’ εκείνα στη δουλειά μαζί με
τους μεγάλους
Οι άτιμοι, ψάξανε όλα τα σπίτια του χωριού, όπου έβρι-
σκαν άντρες τους μάζευαν με τη βία, καταστρέφοντας κά-
ποια απ’ αυτά ολοσχερώς.
«Μουρμούρισε σα να τη ζούσε την σκηνή εκείνη την στιγ-
μή»
Αρχικά τους συγκέντρωσαν στα καφενεία της κάτω πλα-
τείας. Εκεί ανταμώθηκε με τους άλλους χωριανούς του.
Επικρατούσε μια βουβαμάρα, δεν τολμούσε κανένας να
μιλήσει, παντού γύρω επικρατούσε σκιά θανάτου, μα μέσα
τους υπήρχε μια μικρή ελπίδα, πως μετά το ψάξιμο, κι
αφού δεν βρήκαν κανέναν να οπλοφορεί, «παρά μόνο μι-
κρούς σουγιάδες που και αυτούς τους ανάγκασαν να τους
παραδώσουν» θα τους αφήναν ελεύθερους.
Μάταια όμως, αφού μάζεψαν και άλλους τους μετέφεραν
στο καφενείο της επάνω πλατείας. Εκεί, τους μπουζουριά-
σανε όλους μαζί. Τους στριμώξανε στη μια πλευρά, άλλοι,
καθιστοί, άλλοι όρθιοι. Μέσα στο χώρο, και απέναντι τους,
στήσανε τα πολυβόλα επάνω σε τραπέζια και με το δάχτυλο
στη σκανδάλη έτοιμοι να πυροβολήσουν στην παραμικρή
κίνηση.
Εκεί συνειδητοποιήσανε πως κάθε απόπειρα διαφυγής ή
κάθε μορφή αντίστασης ήταν αδύνατη, τους είχαν παγιδέ-
ψει σαν ποντίκια σε κλουβί μέσα και έξω, οι Γερμανοί βα-
ριά οπλισμένοι είχαν λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για
κάθε πιθανή απόπειρα από πλευράς των συλληφθέντων.