φάλτσοι ή τρομερά κακόφωνοι. Παρόλα αυτά, σα να έβγαινε φωτιά
απ’ αυτούς τους απλούς ανθρώπους όταν ψέλνανε τα ιλαχή. Οι πιο
πολλοί τους ήταν είτε χωριάτες, που πάλευαν με τα χώματα και τις
λάσπες κάτω από καυτό ήλιο, ή πολεμούσα να δαμάσουν το ψύχος
στις παγωμένες μέρες του χειμώνα, είτε μεροκαματιάρηδες της
πόλης, που κόπιαζαν ν’ αναστήσουν με μύριες δυσκολίες τις
οικογένειές τους. Κι αυτή η φωτιά τύλιγε κι εμένα, που κούρνιαζα
σε μια γωνιά, βλέποντας και ακούγοντας, προσπαθώντας να
καταλάβω, μεταφέροντάς με κάποιες φορές σε άλλους κόσμους.
Μετά, όλοι άκουγαν τον παππού που τους μιλούσε. Αργότερα έμαθα
πως αυτές τις ομιλίες τις λέγανε σόχμπε ή μουχαμπετουλλάχ. Ο
παππούς μιλούσε με χαμηλή φωνή, μόλις που ακουγόταν. Καθώς τις
Πέμπτες το βράδυ το δωμάτιο φωτιζόταν ελάχιστα, μ’ ένα
καντηλάκι μονάχα, όλα ήταν ειρηνικά και ήρεμα. Αργότερα έμαθα,
πως κάθε Πέμπτη στο σπίτι του παππού μαζεύονταν όλοι αυτοί οι
άνθρωποι για να κάνουν ζικρ. Όσες φορές ήμουνα για μέρες στον
παππού, σιγά σιγά οι πιο πολλοί από τους άνδρες που συνάζονταν
τις Πέμπτες έγιναν γνώριμοί μου. Δεν ήταν όλοι Μουσουλμάνοι, μα
και Χριστιανοί ανάμεσά τους, που έδειχναν το ίδιο αφοσιωμένοι
καθώς συμμετείχαν στην τελετή. Γυναίκες δεν έρχονταν στο σπίτι
του παππού τις Πέμπτες το βράδυ. Υπήρχαν όμως κάποια
απογεύματα που θα έλεγα πως ο παππούς άνοιγε το φτωχικό του
μόνο στις γυναίκες. Έφταναν ηλικιωμένες και νέες γυναίκες,
Μουσουλμάνες που κάλυπταν το κεφάλι με μαντίλα, αλλά και
μερικές Χριστιανές. Το σπίτι γέμιζε. Ο παππούς είχε έτοιμο τσάι
και κάποια από τις πιο νέες φρόντιζε να σερβίρει. Ο παππούς ενόσω
εξελισσόταν η τελετουργία του τσαγιού ρωτούσε καθεμιά από τις
επισκέπτριές του για πράγματα καθημερινά, απλά. Έδειχνε
ενδιαφέρον για τις δουλειές τους, για τους άντρες και τα παιδιά. Στις
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1