ξανά και ξανά όσα είχα ακούσει και προπάντων εκείνα που είχα
βιώσει την μεγάλη εκείνη νύχτα....
Ο παππούς ποτέ δεν με υποχρέωσε, ούτε καν αναφέρθηκε
απλά, ότι όφειλα να τηρώ τους τύπους της θρησκείας. Τα λόγια του,
όποτε ήμασταν οι δυο μας, αλλά και όταν ήταν μαζεμένοι και άλλοι,
λες και ήταν αιχμηρά βέλη που πάντοτε είχαν στόχο την καρδιά. Ο
Σαλή Αγάς αποκάλυπτε σε όλους μας την ουσία των πραγμάτων
αδιαφορώντας, πολλές φορές με προκλητικό τρόπο, για τα
καλύμματα που κρύβουν την αλήθεια. Η εμφάνισή του και η ηλικία
του, στην πραγματικότητα απροσδιόριστη από τα φαινόμενα,
προϊδέαζαν για έναν άνθρωπο άλλης εποχής, βαθειά συντηρητικό,
εγκλωβισμένο σε τύπους και σε «πρέπει», της θρησκείας, της ηθικής
κι αυτού που τέλος πάντων λέμε «καθωσπρεπισμό». Ο παππούς μου
ήταν μια ανατροπή και μια διάψευση όλων αυτών. Μπορεί να
ντυνόταν όπως συνήθιζαν οι άνθρωποι σε χρόνια περασμένα.
Μπορεί να αρνιόταν, χωρίς διάθεση υποχώρησης και συμβιβασμού
κάποιες μορφές εκσυγχρονισμού. Ο ίδιος ένιωθε βαθύτατα
Θρακιώτης, οπότε τα πολιτικά πράγματα στην Τουρκία δεν τον
άγγιζαν παρά ελάχιστα έως καθόλου. Ανησυχούσε βλέποντας την
προπαγάνδα των Κεμαλιστών να επεκτείνει την επιρροή της και στη
Θράκη, με την ανοχή ή και την ενθάρρυνση ακόμα, σε σημαντικά
πράγματα, της ελληνικής πλευράς. Οι εθνικιστές Τούρκοι γκρέμιζαν
το ήθος των Οσμανλήδων Μουσουλμάνων. Πίστευε ότι ο
εθνικισμός, όποιο χρώμα κι αν ήταν ντυμένος, ήταν μια επικίνδυνη
ιδέα, που το μόνο που κατάφερνε ήταν ο διχασμός των λαών και
πόλεμοι καταστροφικοί. Το Ισλάμ, για τη νέα Τουρκία, ήταν όργανο
πολιτικής προπαγάνδας στη Θράκη και τίποτα περισσότερο. Ο
παππούς δεν είχε λόγο να εναντιώνεται σε αλλαγές που γίνονταν
συνεχώς στην Τουρκία, γιατί θεωρούσε πως δεν τον αφορούσαν.