Ο Μόνος Επιζών
έκανε δυο γύρους. Αλήθεια τι έγινε εκείνη η κινητικότητα;
«αναρωτήθηκε» εκείνη η ζωντάνια; Αυτή η δύναμη που
ένιωθε κάποτε μέσα του; ακόμη και κείνο το τραύμα δεν
τον είχε καταβάλει. Έσκαβε, όργωνε, φόρτωνε, ξεφόρτωνε,
περπατούσε πεζός ώρες ολόκληρες, και όταν το σώμα του
ζητούσε ξεκούραση ήταν αρκετός πέντε-έξι ώρες ύπνο για
να επαναφέρει το είναι του στο ίδιο μοτίβο.
Μα να, αυτή η δυνατή φλόγα που έκαιγε μέσα του τόσες
δεκαετίες άρχισε να χάνει τη λαμπρότητα της, να μικραίνει
σιγά – σιγά και να φέγγει όλο και λιγότερο όπως το φυτιλάκι
στο καντήλι όταν λιγοστεύει το λάδι μέχρι να σβήσει οριστι-
κά. Κάπως έτσι παρομοίαζε την ζωή, του φάνηκε τόσο σύ-
ντομη, μα όμως ένιωθε πληρότητα, για την παρακαταθήκη
που άφηνε στους απογόνους του, την έννοια του καθήκο-
ντος.
Ύστερα από όλες αυτές τις σκέψεις αποφάσισε να ξαπλώ-
σει.
Ήταν αργά το βράδυ όταν τα μάτια του έκλεισαν, βυθίστη-
κε στον ύπνο, και δεν πήρε καν χαμπάρι σα πέρασε ο εγγο-
νός του να τον καληνυχτίσει. Κοιμήθηκε βαριά ως το πρωί.
Το βιολογικό του ρολόι τον ξύπνησε πριν ακόμη χαράξει η
μέρα, όπως ξυπνούσε μια ολόκληρη ζωή. Πάντα σηκωνότα-
νε πρώτος, και τις περισσότερες φορές ετοίμαζε και το πρω-
ινό του, αυτή η συνήθεια, δεν σταμάτησε ούτε κι όταν βγή-
κε στη σύνταξη.
Μέχρι πρότινος βοηθούσε σε καθημερινή βάση στη βιοτε-
χνία της μικρής του κόρης και του άντρα της. Μα τώρα τα
κουράγια του λίγο, λίγο, τον εγκατέλειπαν, έβλεπε πως ήταν
μάταιο να παλεύει με τον χρόνο, μα ούτε ήθελε να παραδο-
θεί στη λήθη, πίστευε πάντα πως ο νους μπορεί να κυριαρ-
χεί στο κορμί, έτσι πρόσεχε την κάθε του σκέψη που έκανε.