Ο Μόνος Επιζών
Δέχτηκε με προθυμία, έφαγε σχεδόν όλο το περιεχόμενο
και κατάλαβε τις δυνάμεις του να συνέρχονται. Την ευχα-
ρίστησε με αδύναμη φωνή. Έπιασε τα δυο της χέρια να τα
φιλήσει από ευγνωμοσύνη, μα εκείνη τα τράβηξε λέγοντας
του.
- Τι πας να κάνεις παιδί μου; Ό, τι έκανα, το έκανα από
ανθρωπιά, νομίζω πως όποιος κι αν ήταν στη θέση μας το
ίδιο θα έκανε, εμείς δεν είμαστε Γερμανοί εγκληματίες,
«που να μην έσωναν οι άτιμοι... έκλεισαν τόσα σπίτια.» - Όπως και να’ ναι, μου σώσατε τη ζωή, «μιλούσε με δυ-
σκολία» χωρίς εσάς θα ήμουν μακαρίτης τώρα, αν μαθευτεί
ότι με βοηθήσατε κινδυνεύει και η δική σας ζωή, ο Θεός να
σας το ανταποδώσει.
Ο άντρας της που παρακολουθούσε χωρίς να μιλά πήρε το
λόγο.
- Στις δώδεκα περίπου κατεβαίνει το τρένο από τις Μηλιές
θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε, να κατέβουμε κάτω στο σταθ-
μό να πας στο νοσοκομείο, ίσως να πρέπει να σου βγάλουν
την σφαίρα από μέσα μη σου κάνει καμιά εσωτερική αι-
μορραγία. - Έχετε δίκιο, πρέπει, αρκετά μου προσφέρατε, το περίερ-
γο είναι πως δεν νιώθω καθόλου πόνο παρά μόνο ένα μού-
διασμα, οπότε θα τα καταφέρω να περπατήσω. - Το κατάπλασμα που σου έκανα το έχω φτιάξει με βότανα
που καταλαγιάζουν τον πόνο, και σταματάνε την αιμορρα-
γία, μα... μέχρι το απόγευμα, ύστερα θα πρέπει να ξαναβά-
λουμε άλλο, αν δεν ήταν το βόλι μέσα δεν θα χρειαζόταν να
σε πάμε στο γιατρό. - Γι’ αυτό να ετοιμαστούμε να μην το χάσουμε... μετά το
άλλο θα είναι το απόγευμα, νομίζω κατά τι τέσσερες.